- ἱκτήρ
- ἱκτήρ, ῆρος, ὁ, (1) der Schutzflehende. (2) der den Schutzflehenden Beistand Gewährende, Zeus
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ικτήρ — ἱκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ικέτης 2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ» Ζευς προστάτης τών ικετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τηρ (πρβλ. λου τήρ, μηνυ τήρ)] … Dictionary of Greek
ίκτηρ — ἴκτηρ, ος, ὁ (Α) ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολος παράλλ. τ. τού ἴκτερος] … Dictionary of Greek
ἱκτήρ — a suppliant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτῆρα — ἱκτήρ a suppliant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτῆρας — ἱκτήρ a suppliant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτῆρες — ἱκτήρ a suppliant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτῆρι — ἱκτήρ a suppliant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτῆρος — ἱκτήρ a suppliant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
ικετήρ — ἱκετήρ, ὁ, ἡ (Α) βλ. ικτήρ … Dictionary of Greek
ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα … Dictionary of Greek